παζαρίτης

παζαρίτης
και παζαριώτης, ο
1. άνθρωπος τού παζαριού, τής αγοράς, έμπορος
2. ονομασία τών αστών τής Αθήνας στην τουρκοκρατία
3. η φραντζόλα, επειδή πωλείται στο παζάρι, στην αγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παζάρι + κατάλ. -ίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • (ε)ξωμάχος — ο αυτός που εργάζεται έξω στους αγρούς, ο αγρότης (σε αντιδιαστολή με τα παζαρίτης, καστρινός): Και το σύνολον του, από τα πόδια έως την κορφή, δείχνει πολύπαθον εξωμάχο (Α. Καρκαβίτσας). ξωμάχος ο αυτός που εργάζεται στα χωράφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”